εμιροπούλα

εμιροπούλα
η
1. η κόρη του εμίρη.
2. αρχοντοπούλα: Κλαίουν εμιροπούλες (δημ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εμιροπούλα — η 1. η κόρη τού εμίρη 2. αρχοντοπούλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”